Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπρηστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπρηστικός -ή -ό [embristikós] Ε1 : 1.κατάλληλος για πρόκληση εμπρησμού: Εμπρηστικές ύλες. Εμπρηστικό μείγμα / βλήμα. Εμπρηστική βόμβα, βόμβα ναπάλμ. 2. (μτφ.) που εξάπτει κοινωνικά πάθη, προκαλεί τη βίαιη εκδήλωση κοινωνικών παθών: Εμπρηστική επιστολή / αρθρογραφία. Εμπρηστικά συνθήματα. Εμπρηστικοί λόγοι. Εμπρηστικό περιεχόμενο μιας προκήρυξης.

[λόγ. εμπρηστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες