Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπράγματος -η -ο [embráγmatos] Ε5 : (νομ.) που αφορά τα πράγματα και τις έννομες σχέσεις των προσώπων (νομικών ή φυσικών) με αυτά: Εμπράγματο δικαίωμα, η έννομη μορφή με την οποία ένα πράγμα υπόκειται στην εξουσία κάποιου. Εμπράγματη δουλεία σε ακίνητο. Εμπράγματη δικαιοπραξία. Εμπράγματο δίκαιο, κλάδος του αστικού δικαίου, ο οποίος αφορά τις έννομες σχέσεις των προσώπων με τα πράγματα. Εμπράγματη ασφάλεια / πίστη, που βασίζεται σε ενέχυρο ή σε υποθήκη πράγματος.
[λόγ. εμ- (δες εν-) πραγματ- (πράγμα) -ος μτφρδ. γαλλ. réel ή γερμ. Real-, Sachen-]