Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμποροϋπάλληλος ο [emboroipálilos] Ο19 : ο εργαζόμενος, κυρίως ως πωλητής, σε εμπορικό κατάστημα: Aπεργία εμποροϋπαλλήλων. Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων.
[λόγ. εμπορο- + υπάλληλος]