Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμποροκρατικός -ή -ό [emborokratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εμποροκρατία: Εμποροκρατική πολιτική / αντίληψη. Εμποροκρατικό φορολογικό σύστημα.
[λόγ. εμποροκρατ(ία) -ικός]