Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπορεύομαι [emborévome] Ρ5.1β μπε. εμπορευόμενος* : 1.ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου. 2. ασχολούμαι επαγγελματικά με το εμπόριο ορισμένου προϊόντος, αγοράζω ένα προϊόν και κατόπιν το πουλώ, για να κερδίσω: ~ υφάσματα / πολύτιμους λίθους / ξυλεία / λάδι. 3. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι κτ. που έχει ηθική αξία, για να αποκομίσω χρηματικό όφελος: Εμπορεύεται την επιστήμη.
[λόγ. < αρχ. ἐμπορεύομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπορεύομαι.
-
- 1) Κάνω εμπόριο:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1810)·
- (μεταφ.):
- επλούτησα την γνώσιν, πολύν εμπορευσάμενος ταύτην την εμπορίαν (Γλυκά, Στ. 15).
- 2) Βρίσκω, αποκτώ:
- ο ευτυχής Μουράτ … την κατοίκησιν εμπορεύεται (Δούκ. 27715).
[αρχ. εμπορεύομαι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κάνω εμπόριο: