Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπορευματοποιώ [emborevmatopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβάλλω ένα κοινωνικό αγαθό, μια κοινωνική λειτουργία σε αντικείμενο εμπορικής, οικονομικής συναλλαγής.
[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. commercialiser]