Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπορευματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπορευματικός -ή -ό [emborevmatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο εμπόρευμα: Εμπορευματική ανταλλαγή, ανταλλαγή εμπορευμάτων. Εμπορευματική παραγωγή, παραγωγή προϊόντων με σκοπό τη διάθεσή τους στο εμπόριο.

[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες