Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπορία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπορία η [emboría] Ο25α : (λόγ.) το επάγγελμα, η τέχνη ή η ιδιότητα του εμπόρου· εμπόριο: Kαταδικάστηκε για κατοχή και ~ ναρκωτικών. || συνήθ. σε επιγραφές ή τίτλους εμπορικών επιχειρήσεων: «Εμπορία Aυτοκινήτων». «Εμπορία Φαρμάκων».

[λόγ. < αρχ. ἐμπορία (συνήθ. με πλοίο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες