Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμποδίζω [emboδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.γίνομαι εμπόδιο ή παρεμβάλλω εμπόδιο και έτσι δυσκολεύω ή δεν επιτρέπω την κίνηση κάποιου: Mην αφήνεις εδώ το αυτοκίνητο· εμποδίζει. Άφησέ τον να περάσει, μην τον εμποδίζεις. Tο πυκνό χιόνι μάς εμπόδιζε να βαδίσουμε πιο γρήγορα. || Ένας ψηλός τοίχος εμπόδιζε τη θέα. 2. γίνομαι εμπόδιο ή παρεμβάλλω εμπόδιο και έτσι δυσκολεύω ή δεν επιτρέπω να γίνει κτ. ή να κάνει κάποιος άλλος κτ.: Tι σε εμποδίζει να κάνεις αυτό που θέλεις; Kανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει να πω την αλήθεια. || (παθ.): Πηγαίνετε, μην εμποδίζεστε από μένα· (πρβ. κωλύομαι).
[λόγ. < αρχ. ἐμποδίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμποδίζω· αμποδίζω· ’μποδίζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Εμποδίζω:
- (Μαχ. 65229).
- 2) Απαγορεύω:
- μας εμποδίζει ο νόμος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [521]).
- 3) Ματαιώνω:
- να μην το μάθει ο Φλώριος και εμποδιστεί το πράγμα (Φλώρ. 919).
- 1) Εμποδίζω:
- II. (Μέσ.) δυσκολεύομαι:
- όταν εις γήρας γαρ ελθεί, … ’μποδίζεται βαδίζειν (Φυσιολ. (Legr.) 1046).
[αρχ. εμποδίζω. Ο τ. ’μποδίζω και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.