Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπνευστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπνευστής ο [embnefstís] Ο7 θηλ. εμπνεύστρια [embnéfstria] Ο27 : αυτός που έχει εμπνευστεί κτ.: Ο ~ μιας ιδέας / ενός σχεδίου.

[λόγ. εμπνευσ- (εμπνέω) -τής· λόγ. εμπνευσ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες