Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπλουτισμός ο [emblutizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εμπλουτίζω. 1. η αύξηση της ποσότητας ή της ποικιλίας των στοιχείων που αποτελούν κτ.: Ο ~ μιας βιβλιοθήκης / μιας συλλογής. 2. (επιστ.) η αύξηση της περιεκτικότητας. α. (χημ., τεχνολ.): Ο ~ ενός μεταλλεύματος, αύξηση της περιεκτικότητάς του σε χρήσιμα συστατικά. || (πυρηνική χημ.) αύξηση του ποσοστού ορισμένου ισοτόπου που περιέχεται σε μείγμα ισοτόπων ενός στοιχείου: Ο ~ του ουρανίου. β. (ιχθυολογία): Ο ~ ενός ιχθυοτροφείου / μιας λίμνης, διασπορά νέου γόνου ψαριών με σκοπό την αύξηση του πληθυσμού.
[λόγ. εμπλουτισ- (εμπλουτίζω) -μός]