Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπλοκή η [emblokí] Ο29 : 1.(μηχανολ.) το αποτέλεσμα του εμπλέκω1· η σύνδεση, συναρμογή στοιχείων μηχανισμού (οδοντωτών τροχών, κανόνων, ράβδων κτλ.) με γρανάζια που εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο: ~ οδοντωτών τροχών. 2. προσωρινή διακοπή της λειτουργίας ενός μηχανισμού εξαιτίας κακού συγχρονισμού των κινητών εξαρτημάτων του: ~ πυροβόλου όπλου. 3. (μτφ.) το αποτέλεσμα του εμπλέκω2· ανάμειξη ή συμμετοχή σε υπόθεση περίπλοκη, δυσεπίλυτη κτλ.: H ~ μιας χώρας σε μια διένεξη / κρίση / σύρραξη / σε έναν πόλεμο. H ~ του ονόματός του στο σκάνδαλο. 4. (μτφ.) συμβάν, γεγονός κτλ., που δυσχεραίνει ή εμποδίζει την εξέλιξη, τη διαδικασία, τη λύση μιας υπόθεσης: Διπλωματική ~. Nέα ~ στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη. 5. (στρατ., προφ.) για συνεχόμενες υπηρεσίες στρατιωτών, χωρίς ενδιάμεσες άδειες εξόδου από το στρατόπεδο: H υπηρεσία μάς πάει ~ (μέσα).
[λόγ. < ελνστ. ἐμπλοκή `πλέξιμο μέσα σε κτ.΄ & σημδ. του νεοελλ. μπλέξιμο]