Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπλέκω [embléko] -ομαι Ρ αόρ. ενέπλεξα, απαρέμφ. εμπλέξει, παθ. αόρ. εμπλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ενεπλάκη, ενεπλάκησαν, απαρέμφ. εμπλα κεί : 1.(μηχανολ.) για στοιχεία μηχανισμού (οδοντωτούς τροχούς, άξονες κτλ.) τα οποία συνδέονται (συναρμόζονται) μεταξύ τους με γρανάζια που εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο: Ο οδοντωτός τροχός μετακινείται και εμπλέκεται με την / στην οδόντωση του περιστρεφόμενου άξονα. H κίνηση μεταδίδεται με εμπλεκόμενους οδοντωτούς τροχούς. Mετακινούμε τον άξονα, για να τον εμπλέξουμε με τον / στον οδοντωτό τροχό. 2. (μτφ., λόγ.) μπλέκω, αναμειγνύω κπ. σε μια υπόθεση, συνήθ. περίπλο κη, αδιέξοδη, επιζήμια, αξιόμεμπτη: Προσπάθησαν να τον εμπλέξουν στη διαμάχη τους. || (παθ.) αναμειγνύομαι, παίρνω μέρος, μπλέκομαι: Δεν επιθυμώ να εμπλακώ στη συζήτησή σας, γι΄ αυτό θα παραμείνω σιωπηλός ακροατής. H χώρα μας δεν πρόκειται να εμπλακεί σε πόλεμο. Aς μην εμπλακούμε σε διαδικασίες χρονοβόρες ή αδιέξοδες.
[λόγ. < αρχ. ἐμπλέκω `πλέκω μέσα σε κτ., μπερδεύομαι μέσα σε κτ.΄ και κατά τις σημ. της λ. εμπλοκή & σημδ. του νεοελλ. μπλέκω & του γαλλ. enlacer]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπλέκω.
-
- I. (Ενεργ. αμτβ., μεταφ.) μπλέκω:
- Ουδέν ενέμπλεξες εις τσούκνια της Τύχης (Βέλθ. 1238).
- II. Μέσ.
- Α´ Μτβ.
- α) περικυκλώνω, ζώνω:
- εμπλέκουνταί με οι ψείρες μου (Προδρ. III 273-77 χφφ PK κριτ. υπ.)·
- β) αγκαλιάζω:
- ωσάν κισσός εις το δεντρόν, έτσε τον ενεπλάκην (Αχιλλ. L 940).
- α) περικυκλώνω, ζώνω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Περιτυλίγομαι:
- (Λόγ. παρηγ. O 536).
- 2) (Μεταφ.) μπλέκομαι:
- Υιέ μου, βλέπε μη εμπλακείς, γυναίκα μη επάρεις (Διδ. Σολομ. Ρ 22).
- 3) Συγκρούομαι:
- εις την γην οπού ερίξασιν εμπλάκησαν με άλλους (Χρον. Τόκκων 557).
- 1) Περιτυλίγομαι:
- Α´ Μτβ.
[αρχ. εμπλέκω. Τ. μπλέκω σήμ.]
- I. (Ενεργ. αμτβ., μεταφ.) μπλέκω: