Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπιστευτικός -ή -ό [embisteftikós] Ε1 : που απαιτεί εχεμύθεια, μυστικότητα. α. για ό,τι γίνεται ή δίνεται με την προϋπόθεση ή την πεποίθηση ότι θα κρατηθεί μυστικό: Εμπιστευτική έκθεση / ανακοίνωση / επιστολή / διαταγή / πληροφορία. β. που ανατίθεται σε κπ. με την προϋπόθεση ή την πεποίθηση ότι θα δείξει καλή πίστη και εχεμύθεια: Εμπιστευτική αποστολή / θέση.
εμπιστευτικά & (λόγ.) εμπιστευτικώς ΕΠIΡΡ με τον όρο ότι θα τηρηθεί μυστικότητα, εχεμύθεια: Mας ανακοίνωσε όλως εμπιστευτικώς τις προθέσεις του. [λόγ. εμπιστεύ(ομαι) -τικός· λόγ. εμπιστευτικ(ός) -ώς]