Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπεριστατωμένος -η -ο [emberistatoménos] Ε3 : που τον έχουν επεξεργαστεί με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια, και από κάθε άποψη: Εμπεριστατωμένη μελέτη / έρευνα / παρουσίαση / απόδειξη. Εμπεριστατωμένες απόψεις / προτάσεις. Εμπεριστατωμένα επιχειρήματα / συμπεράσματα. Εμπεριστατωμένη ομιλία. Εμπεριστατωμένο άρθρο. Εμπεριστατωμένη παρουσίαση.
εμπεριστατωμένα & (λόγ.) εμπεριστατωμένως ΕΠIΡΡ με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια και από κάθε άποψη: Ερεύνησε ~ το όλο θέμα. [λόγ. < μππ. του ελνστ. ρ. ἐμπεριστατῶ `περικλείω΄ μτφρδ. γερμ. umständlich `υπερβολικά λεπτομερειακός΄, με βάση την αντιστοιχία: ελνστ. περιστατοῦμαι `περιβάλλομαι από (βαριεστισμένο) πλήθος΄ - γερμ. umstanden werden· λόγ. εμπεριστατωμέν(ος) -ως]