Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπερικλείω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπερικλείω [emberiklío] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. εμπεριέκλεια : (λόγ.) περικλείω μέσα μου· εμπεριέχω.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπερικλείω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες