Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπεδώνω [embeδóno] -ομαι Ρ1 : α.(για κατάσταση) στερεώνω, στηρίζω κτ. καλά, ώστε να είναι δύσκολο ή αδύνατο να το αλλάξουν, το κάνω να γίνει σταθερό, ακλόνητο, μόνιμο· εδραιώνω, σταθεροποιώ: ~ μια κατάσταση / ένα καθεστώς. H κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να εμπεδώσει την τάξη και την κοινωνική γαλήνη. || εδραιώνω στη συνείδησή μου ή στη συνείδηση άλλου: ~ μια άποψη / μια αντίληψη. β. κάνω μια γνώση μόνιμο κτήμα μου, κατανοώντας την και αφομοιώνοντάς την καλά: Επαναλαμβάνει πολλές φορές το μάθημα, για να το εμπεδώσει. Εμπεδωμένες γνώσεις.
[λόγ. < αρχ. ἐμπεδ(ῶ) `επιβεβαιώνω, τηρώ΄ -ώνω]