Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπαικτικός -ή -ό [embektikós] Ε1 : (για συμπεριφορά, λόγο κτλ.) που εμπαίζει, που γίνεται για εμπαιγμό· χλευαστικός, κοροϊδευτικός, περιπαικτικός, περιγελαστικός: Εμπαικτική προσφώνηση. Εμπαικτικό προσωνύμιο. Εμπαικτικό ύφος.
εμπαικτικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐμπαίκτ(ης) `που κοροϊδεύει΄ (δες εμπαίζω) -ικός· λόγ. εμπαικτικ(ός) -ώς]