Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπαιγμός ο [embeγmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπαίζω. 1. περιφρονητικός ή προσβλητικός αστεϊσμός σε βάρος κάποιου· χλευασμός, κορόιδεμα: Δημόσιος ~, διαπόμπευση, διασυρμός. 2. παραπλάνηση ή εξαπάτηση κάποιου με ψευδείς υποσχέσεις ή πληροφορίες, κολακευτικούς λόγους κτλ., και με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση· (πρβ. κοροϊδία, φενακισμός): Kαταγγέλλω τον εμπαιγμό της κοινής γνώμης. Ο ~ του λαού από την εκάστοτε εξουσία.
[λόγ. < ελνστ. ἐμπαιγμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπαιγμός ο.
-
- Περίγελος, χλευασμός:
- προς γέλωτα και εμπαιγμόν (Μυστ. 50).
[μτγν. ουσ. εμπαιγμός. Η λ. και σήμ.]
- Περίγελος, χλευασμός: