Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπαθής, επίθ.
-
- Ασθενικός:
- κόκκους γηπονόμου κόψας δίδου αυτῴ …, ίνα μη εμπαθής γένηται (Ιερακοσ. 45624).
[αρχ. επίθ. εμπαθής. Η λ. και σήμ.]
- Ασθενικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπαθής -ής -ές [embaθís] Ε10 : α.(για πρόσ.) που κυριαρχείται από έντονα συναισθήματα εχθρότητας, που ενεργεί κινούμενος από αυτά: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. ~ ομιλητής / πολιτικός. Mεροληπτικός και ~ κριτής. β. (για ενέργεια) που προέρχεται και καθορίζεται από έντονο συναίσθημα εχθρότητας: ~ συμπεριφορά / ομιλία / κριτική.
εμπαθώς ΕΠIΡΡ με εμπάθεια, με τρόπο εμπαθή. [λόγ. < αρχ. ἐμπαθής `συγκινημένος΄, ελνστ. σημ.: `με έντονη συμπάθεια΄ σημδ. γαλλ. passionnel· λόγ. < αρχ. ἐμπαθῶς]