Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπαίζω [embézo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. ενέπαιξα, απαρέμφ. εμπαίξει : 1.κάνω περιφρονητικούς ή προσβλητικούς αστεϊσμούς σε βάρος κάποιου· περιπαίζω, χλευάζω, περιγελώ, κοροϊδεύω: ~ δημοσίως, διαπομπεύω. 2. παραπλανώ ή εξαπατώ κπ. με ψευδείς υποσχέσεις ή πληροφορίες, κολακευτικούς λόγους κτλ., και συνήθ. με τρόπο που δείχνει κάποια περιφρόνηση· (πρβ. κοροϊδεύω, φενακίζω): Εμπαίζουν το λαό με εξαγγελίες μέτρων που ξέρουν ότι δε θα τις εφαρμόσουν. Δεν καταλαβαίνεις ότι σε εμπαίζουν λέγοντας πότε το ένα και πότε το άλλο;
[λόγ. < αρχ. ἐμπαίζω]