Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπέδωση η [embéδosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εμπεδώνω. α. εδραίωση: H ~ μιας κατάστασης. H ~ της κοινωνικής γαλήνης. || H ~ της αντίληψης αυτής στην κοινή γνώμη. β. κατανόηση και αφομοίωση: H ~ μιας γνώσης. H ~ του μαθήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἐμπέδω(σις) `τήρηση υπόσχεσης΄ -ση κατά τη σημ. της λ. εμπεδώνω]