Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμμονή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμμονή η [emoní] Ο29 : το αποτέλεσμα του εμμένω, το να είναι κάποιος ανυποχώρητος, να μένει σταθερός ή πιστός σε μια άποψη, ιδέα, στάση κτλ.· (πρβ. επιμονή): Aυστηρή / σχολαστική / δογματική ~. ~ σε μια απόφαση. ~ σε πεποιθήσεις / σε αρχές, πίστη. Πεισματική εμμονή, επιμονή.

[λόγ. < αρχ. ἐμμονή `συνέχιση΄ κατά τη σημ. της λ. εμμένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες