Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμμηνόπαυση η [eminópafsi] Ο33 : (ιατρ.) η οριστική διακοπή της εμμηνόρροιας της γυναίκας: Φυσιολογική / πρόωρη ~.
[λόγ. έμμην(α) -ο- + παύσ(ις) -ση μτφρδ. γαλλ. ménopause < méno- < αρχ. μηνο- (μήν) + -pause < αρχ. παῦσις]