Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμμηνορρυσία η [eminorisía] Ο25 : (ιατρ.) εμμηνόρροια.
[λόγ. έμμην(α) -ο- + ρύσ(ις) -ία μτφρδ. νλατ. menorrhea (δες στο εμμηνόρροια) (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμμηνορρυσιακός -ή -ό [eminorisiakós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στην εμμηνόρροια ή εμμηνορρυσία· εμμηνορροϊκός: Εμμηνορρυσιακή λειτουργία. ~ κύκλος.
[λόγ. εμμηνορρυσί(α) -ακός]