Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμμέριμνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εμμέριμνος, επίθ.
  • Γεμάτος φροντίδες:
    • Νους … εμμέριμνος (Διγ. Z 1784).

[<πρόθ. εν + ουσ. μέριμνα. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες