Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμμένω [eméno] Ρ αόρ. ενέμεινα, απαρέμφ. εμμείνει : (λόγ.) συνεχίζω να έχω, να πιστεύω ή να υποστηρίζω την ίδια ιδέα, άποψη κτλ.· είμαι ανυποχώρητος, σταθερός ή πιστός σε γνώμη, άποψη κτλ.: ~ στις απόψεις μου / στις ιδέες μου / στις πεποιθήσεις μου. ~ στη γνώμη μου. ~ στην αρχική μου πρόταση.
[λόγ. < αρχ. ἐμμένω]