Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμετος ο [émetos] Ο19 : (λόγ., ιατρ.) εμετός.
[λόγ. < αρχ. ἔμετος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμετός ο [emetós] Ο17 : α.βίαιη αποβολή από το στόμα του στομαχικού περιεχομένου, εξαιτίας ισχυρής αντανακλαστικής σύσπασης του λεπτού εντέρου και του στομάχου· έμεση: Kάνω εμετό, εμώ. β. (μτφ.): Mου προκαλεί εμετό / μου ΄ρχεται ~ / να κάνω εμετό, μου προκαλεί έντονο συναίσθημα αποστροφής, αηδίας. γ. το περιεχόμενο του στομάχου που αποβάλλεται με εμετό· έμεσμα.
[λόγ. < ελνστ. ἐμετός (αρχ. ἔμετος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- έμετος ο· εμετός· ’μιτός.
-
- Εμετός:
- (Εις Θεοτ. 85).
[αρχ. ουσ. έμετος. Ο τ. εμετός και σήμ.]
- Εμετός: