Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμετικός -ή -ό [emetikós] Ε1 : α.που προκαλεί εμετό: Εμετική ουσία. Εμετικό φάρμακο. || (ως ουσ.) το εμετικό, ουσία που προκαλεί εμετό. ANT αντιεμετικό. β. που προκαλεί έντονο αίσθημα αηδίας, τάση για εμετό· αναγουλιαστικός, πολύ αηδιαστικός: Εμετική γεύση. γ. (μτφ.) για ό,τι προκαλεί ένα εντονότατο συναίσθημα αποστροφής, απέχθειας κτλ.· σιχαμερός: Εμετική συμπεριφορά. Γλοιώδες και εμετικό ύφος. Εμετική δουλοφροσύνη. Εμετικές δηλώσεις. Εμετικό κείμενο / ανάγνωσμα.
[λόγ. < αρχ. ἐμετικός]