Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβόλιμος -η -ο [emvólimos] Ε5 : 1.που παρεμβάλλεται σε μια καθορισμένη ή κανονική σειρά, διαδοχή κτλ.: Εμβόλιμη συνεδρίαση, που γίνεται κατά το χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ δύο τακτικών ή προγραμματισμένων συνεδριάσεων. Εμβόλιμη δίκη, που διεξάγεται εκτάκτως, σε διάλειμμα άλλης κανονικής. || (αστρον.) εμβόλιμες ημέρες, αυτές που εισάγονται περιοδικά ή εκτάκτως σε ένα ημερολογιακό έτος, για να καλύψουν τη διαφορά του από το ηλιακό έτος: H 29η Φεβρουαρίου των δίσεκτων ετών είναι εμβόλιμη ημέρα. 2. (φιλολ.) α. Εμβόλιμοι στίχοι, που έχουν παρεμβληθεί σε ένα κείμενο εκ των υστέρων, όχι από το συγγραφέα· νόθοι. β. Εμβόλιμα έπη και ως ουσ. τα εμβόλιμα, λυρικά άσματα που παρεμβάλλονταν μεταξύ των μερών της αρχαίας τραγωδίας και δεν είχαν καμία σχέση με την υπόθεσή της.
εμβόλιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἐμβόλιμος `πρόσθετος μήνας για την αντιστοίχιση σεληνιακού και ηλιακού έτους΄· 2: ελνστ. σημ.]