Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβολιάζω [emvoliázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(ιατρ.) εισάγω σε έναν οργανισμό (ανθρώπου ή ζώου) εμβόλιο, για να προκαλέσω ανοσία ή ανάπτυξη αμυντικών δυνάμεων εναντίον ορισμένης νόσου. 2. (γεωπ.) ~ ένα φυτό, προσαρμόζω στο βλαστό του τμήμα άλλου συγγενικού του φυτού· μπολιάζω: ~ ένα άγριο δέντρο, για να γίνει ήμερο.
[λόγ. εμβόλι(ον) -άζω μτφρδ. του νεοελλ. μπολιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβολιασμός ο [emvoliazmós] Ο17 : 1.η εισαγωγή εμβολίου σε έναν οργανισμό με σκοπό την ανοσοποίησή του σε ορισμένη νόσο ή την ανάπτυξη αμυντικών δυνάμεων: Yποχρεωτικός / προληπτικός ~. Hμερολόγιο εμβολιασμών. ~ κατά της ευλογιάς, δαμαλισμός. 2. (γεωπ.) η τεχνική με την οποία επιτυγχάνεται η προσαρμογή και η σύμφυση τμήματος φυτού πάνω σε άλλο, το οποίο έτσι αποκτά κάποιες από τις ιδιότητες του πρώτου· μπόλιασμα· (πρβ. ενοφθαλμισμός). 3. (μτφ., λόγ.) για τη μετάδοση ιδεών, αντιλήψεων σε κπ.· μπόλιασμα.
[λόγ. εμβολιασ- (εμβολιάζω) -μός μτφρδ. του νεοελλ. μπόλιασμα]