Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβρόντητος -η -ο [emvrónditos] Ε5 : που κυριαρχείται από ένα εντονότατο συναίσθημα έκπληξης, εξαιτίας απροσδόκητου συμβάντος· έκπληκτος, κατάπληκτος, έκθαμβος· άναυδος: Όταν πληροφορήθηκε το απροσδόκητο γεγονός, έμεινε εμβρόντητη. Tο πλήθος παρακολουθούσε εμβρόντητο το φοβερό θέαμα.
[λόγ. < αρχ. ἐμβρόντητος `χτυπημένος από κεραυνό, ζαλισμένος΄]