Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβρυώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβρυώδης -ης -ες [emvrióδis] Ε11 : (λόγ.) εμβρυϊκός2: ~ κατάσταση.

[λόγ. έμβρυ(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. embryonnaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες