Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβρυϊκός -ή -ό [emvriikós] & εμβρυακός -ή -ό [emvriakós] Ε1 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο: Εμβρυϊκή ζωή / ανάπτυξη / ηλικία. Εμβρυϊκή μεμβράνη. Εμβρυϊκά κύτταρα. Εμβρυακό θυλάκιο, εμβρυοθυλάκιο. Εμβρυϊκό περιβάλλον. 2. (μτφ.) που βρίσκεται σε ένα πολύ αρχικό στάδιο της ύπαρξής του, που δεν έχει ακόμη αναπτύξει πλήρως τα βασικά του στοιχεία· εμβρυώδης, υποτυπώδης: Εμβρυϊκές μορφές της τέχνης· (πρβ. αρχέγονος). H βιομηχανία ήταν ακόμη σε εμβρυϊκή κατάσταση· (πρβ. πρωτόγονος).
[λόγ. έμβρυ(ον) -ικός, -ακός]