Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβρίθεια η [emvríθia] Ο27 : η ιδιότητα του εμβριθούς, το να διανοείται κάποιος με εξαιρετική σοβαρότητα και σε βάθος: Ερεύνησαν το ζήτημα με ~, σε βάθος και με σοβαρότητα· εμβριθώς. ANT επιπολαιότητα. Σχολαστική / επιστημονική ~. Διακρίνεται για την ~ και την ευρύτητα του πνεύματός του.
[λόγ. < ελνστ. ἐμβρίθεια `βάρος, σοβαρότητα΄ κατά τη σημ. της λ. εμβριθής]