Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβολοφόρος -ος -ο [emvolofóros] Ε14 : α.για σκάφος εξοπλισμένο με πρωραίο έμβολο: Εμβολοφόρο πλοίο. β. για μηχανές που για κύριο στοιχείο τους έχουν έμβολο: ~ αντλία.
[λόγ. έμβολ(ον) -ο- + -φόρος]