Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβολισμός ο [emvolizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμβολίζω.
[λόγ. εμβολισ- (εμβολίζω) -μός (διαφ. το μσν. εμβολισμός `πρόσθετος μήνας΄, πρβ. εμβόλιμος)]