Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβαστικός -ή -ό [emvastikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποστολή εμβάσματος: Εμβαστική επιστολή. Εμβαστικό έγγραφο, έμβασμα2. || (ως ουσ.) τα εμβαστικά, τα έξοδα που απαιτούνται για την αποστολή εμβάσματος.

[λόγ. εμβασ- (εμβάζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες