Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβαπτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβαπτίζω [emvaptízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) βυθίζω κτ. μέσα σε ένα υγρό· βουτώ.

[λόγ. < ελνστ. ἐμβαπτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες