Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμαγιέ το [emajé] Ο (άκλ.) : 1.υαλώδες επίχρισμα μεταλλικού σκεύους. 2. (ως επίθ.) για μεταλλικό αντικείμενο (συνήθ. μαγειρικό σκεύος) του οποίου η επιφάνεια έχει επιχριστεί με υαλώδες υλικό, για να προφυλαχτεί από χημικές κυρίως επιδράσεις.
[λόγ. < γαλλ. emaillé]