Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμίρης ο [emíris] Ο11 θηλ. εμίρισσα [emírisa] Ο27 : α.(ιστ.) τίτλος ανώτατων πολιτικών ή στρατιωτικών αξιωματούχων και τοπικών ηγεμόνων των Aράβων. β. τίτλος μονάρχη ορισμένων σύγχρονων αραβικών κρατών. γ. (θηλ.) η γυναίκα του εμίρη.
[λόγ. < γαλλ. émir -ης < αραβ. emīr, amīr `διοικητής΄· λόγ. εμίρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμίρης ο· άκλ. εμίρ· ιμίρ.
-
- 1) (Στους άκλ. τ.) αρχηγός, διοικητής (τίτλος αξιωματούχου σε μουσουλμανικά κράτη, πβ. αμιράς):
- εβασίλευσεν … εμίρ Σουλμάν μπέης (Byz. Kleinchron. Α´ 6351)·
- ο ιμίρ Σουλμάνης (Byz. Kleinchron. Α´ 6363 (έκδ. η‑).)>
- 2) Απόγονος του προφήτη Μωάμεθ:
- (Συναδ. φ. 14r).
[<τουρκ. emîr. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Στους άκλ. τ.) αρχηγός, διοικητής (τίτλος αξιωματούχου σε μουσουλμανικά κράτη, πβ. αμιράς):