Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελπίζω [elpízo] Ρ2.1α αόρ. και ήλπισα, απαρέμφ. ελπίσει : 1α.είμαι, λίγο ή πολύ, βέβαιος ότι κτ. ευχάριστο ή επιθυμητό θα πραγματοποιηθεί: ~ ότι θα επιστρέψω. ~ να τελειώσω σύντομα. Ήλπισε πως όλα θα πάνε καλά. β. είμαι, λίγο ή πολύ, βέβαιος ότι δε θα συμβεί κτ. δυσάρεστο ή κακό: ~ να μην αργήσεις, εύχομαι. Ήλπιζε ότι δε θα ήταν κτ. σοβαρό. 2. βασίζομαι σε κπ. ή σε κτ. για την επιτυχία ή την πραγματοποίηση κάποιου καλού: Ελπίζει στη βοήθεια των φίλων. Ελπίζουν στο Θεό.
[αρχ. ἐλπίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελπίζω· ερπίζω· ’λπίζω· ολπίζω· ορπίζω.
-
- 1)
- α) Ελπίζω, προσδοκώ:
- εις τον έρωτα ολπίζει να νικήσει (Ερωτόκρ. Α´ 552)·
- β) (με την πρόθ. εις) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάπ. ή κ.:
- (Ερωφ. Πρόλ. 129)·
- φρ. ελπίζω στον άνεμο, βλ. άνεμος Φρ. 2·
- γ) περιμένω:
- τον κοινόν μας φονευτήν, τον θάνατον ελπίζω (Λίβ. Sc. 1252).
- α) Ελπίζω, προσδοκώ:
- 2) Νομίζω, πιστεύω:
- (Ερωφ. Ε´ 500).
[αρχ. ελπίζω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)