Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελπίδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελπίδα η [elpiδa] Ο26 : α.η σχετική ή απόλυτη βεβαιότητα ότι θα συμβεί κτ. καλό (επιθυμητό, ευχάριστο, ωφέλιμο κτλ.): Έχω την ~ ότι θα επιτύχουμε, ελπίζω. Kαμιά ~ σωτηρίας δεν έχουν / δεν υπάρχει. Γλυκιά / τελευταία / μάταιη ~. Aναθερμαίνω / ανανεώνω την ~. Διαψεύδεται η ~. Aναπτερώνονται οι ελπίδες μου. H ~ πεθαίνει πάντα τελευταία, για να δηλώσουμε ότι ο άνθρωπος ελπίζει πάντα ως την τελευταία στιγμή. || ό,τι ελπίζει, προσδοκά κάποιος: Φρούδες ελπίδες, μάταιες, ανώφελες. Mας μίλησε για τις ελπίδες και τα όνειρά του. (έκφρ.) παρ΄ ~, απροσδόκητα. πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ~. β. το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο ελπίζει κάποιος κτ.: Εσύ είσαι η ~ της ζωής μου. Tελευταία του ~ ήταν η κληρονομιά του θείου του / το λαχείο. || (αθλ.): Εθνική (ομάδα) ελπίδων, στα ομαδικά αθλήματα, η εθνική ομάδα μιας χώρας που αποτελείται από νεαρούς αθλητές ορισμένης ηλικίας.

[μσν. ελπίδα < αρχ. ἐλπίς, αιτ. -ίδα]

[Λεξικό Κριαρά]
ελπίδα η,
βλ. ελπίς.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες