Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελληνόφωνος -η -ο [elinófonos] Ε5 : (πρβ. ελληνόγλωσσος) (για άτομα ή σύνολα) που έχει ως μητρική του γλώσσα την ελληνική (ανεξάρτητα από την προέλευση ή την καταγωγή που μπορεί να είναι ή να μην είναι ελληνική): Οι ελληνόφωνοι κάτοικοι / πληθυσμοί του Πόντου / της N. Iταλίας. Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Θράκης. || (ως ουσ.) ο ελληνόφωνος. || για τόπο που κατοικείται από ελληνόφωνους: Οι ελληνόφωνες περιοχές του Πόντου. Tα ελληνόφωνα χωριά της Kάτω Iταλίας. || που χρησιμοποιεί ελληνική γλώσσα (ομιλία): Ελληνόφωνη εκπομπή. ~ ραδιοφωνικός σταθμός. Ελληνόφωνη ραδιοφωνία.
[λόγ. ελληνο- + -φωνος κατά το αρχ. βαρβαρόφωνος `που μιλάει ξένη γλώσσα΄]