Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελληνόγλωσσος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνόγλωσσος -η -ο [elinóγlosos] Ε5 : 1.που είναι διατυπωμένος σε ελληνική γλώσσα· (πρβ. ελληνικός, ελληνόφωνος): Tο ελληνόγλωσσο κείμενο μιας διακρατικής συμφωνίας. Ελληνόγλωσση εκπομπή του BBC. 2. ελληνόφωνος: Ελληνόγλωσσοι πληθυσμοί. Ελληνόγλωσσοι κάτοικοι της Aσίας. || (ως ουσ.).

[λόγ. ελληνο- + -γλωσσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες