Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελληνοπούλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνοπούλα η [elinopúla] Ο25α : (οικ.) νεαρή Ελληνίδα: Tην κόρη τους την ανάθρεψαν σαν ~.

[Έλλην(ας) -οπούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες