Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελληνισμός ο [elinizmós] Ο17 : το σύνολο των Ελλήνων, ως φορέας μιας κοινής πολιτιστικής παράδοσης και δημιουργίας· (πρβ. ρωμιοσύνη): Φραγκοκρατούμενος / τουρκοκρατούμενος / υπόδουλος ~. Ο ~ εκτός της ελληνικής επικράτειας. Ο ~ της διασποράς. Ο ~ της Aυστραλίας / της Aμερικής / του Πόντου. Tο βίαιο ξερίζωμα του ελληνισμού της Mικράς Aσίας. Ελλαδικός / κυπριακός / απόδημος ~.
[λόγ. < γερμ. Hellenismus `Έλληνες και εξελληνισμένοι κατά την ελληνιστική εποχή΄ (δες και ελληνιστικός) < ελνστ. ῾Ελληνισμός `μίμηση ελληνικών τρόπων, χρήση της ελληνικής γλώσσας΄ (όμως το ελνστ. -ισμός δεν έχει περιλ. σημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελληνισμός ο.
-
- Ειδωλολατρική συνήθεια:
- την ημέραν του Μεγάλου Βασιλείου κάμνουσι κάποια ψωμία κλειστά και τα βάλλουσιν εις τα κέρατα των βόων …· και κάμνουσιν οι τάλανες ελληνισμόν (Νομοκ. 38728).
[μτγν. ουσ. ελληνισμός. Η λ. και σήμ.]
- Ειδωλολατρική συνήθεια: