Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελληνίζω [elinízo] Ρ2.1α : μιμούμαι τους Έλληνες στα ήθη ή, κυρίως, στη γλώσσα.
[λόγ. < αρχ. ἑλληνίζω `μιλώ ελληνικά΄, ελνστ. σημ.: `μιμούμαι τους Έλληνες, χρησιμοποιώ την (ελληνιστική) κοινή σε αντίθεση προς την παλιά αττ. διάλ., είμαι ειδωλολάτρης΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελληνίζων -ουσα -ον [elinízon] Ε12 : (λόγ.) για μη Έλληνες (συγγραφείς) που έγραφαν στην ελληνική γλώσσα: Οι ελληνίζοντες Iουδαίοι.
[λόγ. μεε. του ελληνίζω μτφρδ. γαλλ. hellénisant < helléniser < αρχ. ἑλληνίζω]