Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελλειψοειδής -ής -ές [elipsoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα γεωμετρικής έλλειψης· ελλειπτικός 1. || (ειδ. μαθημ., ως ουσ.) το ελλειψοειδές, η κλειστή επιφάνεια της οποίας όλες οι επίπεδες τομές είναι είτε κύκλοι είτε ελλείψεις: Γήινο ελλειψοειδές, το ιδεατό σχήμα της επιφάνειας της Γης.
[λόγ. < γαλλ. ellipsoïde < ellipso- < ellips(e) < ελνστ. ἔλλειψ(ις) (δες έλλειψη 1) -ο- + -ide = -ειδής]