Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελλείπων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελλείπων -ουσα -ον [elípon] Ε12 : (λόγ.) που ελλείπει, που δε βρίσκεται στην αναμενόμενη θέση: Tο ελλείπον τμήμα του χειρογράφου.

[λόγ. < αρχ. ἐλλείπων μεε. του ἐλλείπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες